- τροχή
- ἡ, Αδρόμος, τρόχος (II)*.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τροχ- της ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. τρέχω + κατάλ. -ή (πρβλ. τροπ-ή, τροφ-ή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροχῇ — τροχάζω run quickly fut ind mid 2nd sg (doric) τροχάζω run quickly fut ind act 3rd sg (doric) τροχή course fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαυρίζω — Α συναντώμαι με κάποιον («νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ τροχῇ», Τραγ. Αδέσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αὔρα «φύσημα αέρα, αέρας εν κινήσει, δροσερή πνοή» + κατάλ. ίζω. Η σημ. τής λ. έχει προκύψει μεταφορικά από την ιδιότητα της αύρας να μετακινεί… … Dictionary of Greek
τροχάων — τροχά̱ων , τροχή course fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχῶν — τροχάζω run quickly fut part act masc voc sg τροχάζω run quickly fut part act neut nom/voc/acc sg τροχάζω run quickly fut part act masc nom sg (attic epic ionic) τροχή course fem gen pl τροχός wheel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)